Τρίτη 6 Ιουνίου 2023

Απαντήσεις Αρχαίων ελληνικών Β1

  Β1.


Ο Αριστοτέλης χωρίς περιστροφές και περιττές εισαγωγές αρχίζει την εξέταση των 

θεμάτων του κάνοντας αναφορά για την πιο βασική έννοια την 

«πόλιν». Με τη χρήση παραγωγικών συλλογισμών (πᾶσαν πόλιν) και αντλώντας 

παραδείγματα από την πραγματικότητα (ὁρῶμεν) επιχειρεί να δώσει τον πρώτο 

ορισμό της έννοιας «πόλις» στα Πολιτικά. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, «πόλις» είναι 

μια μορφή ανώτερης κοινωνικής συνύπαρξης («ἡ πασῶν κυριωτάτη»), που εμπεριέχει 

όλες τις άλλες («πάσας περιέχουσα τὰς ἄλλας»), και αποβλέπει στο ανώτερο από όλα 

τα αγαθά («τοῦ κυριωτάτου πάντων»). Είναι «ἡ κοινωνία ἡ πολιτική», μια κοινωνική 

οντότητα τέλεια («κοινωνία τέλειος πόλις»), η οποία πέτυχε την ύψιστη αυτάρκεια 

(«πάσης ἔχουσα πέρας τῆς αὐταρκείας»), συγκροτήθηκε για να διασφαλίζει τη ζωή, 

υπάρχει όμως για να εξασφαλίζει την καλή ζωή εκ φύσεως («γινομένη μὲν τοῦ ζῆν 

ἕνεκεν, οὖσα δὲ τοῦ εὖ ζῆν»). 

Αναλυτικότερα, στον ορισμό αυτό μπορούμε να διακρίνουμε: το προσεχές γένος

(genus proximum) της έννοιας «πόλις» και την ειδοποιό διαφορά της (specifica 

differentia). Το προσεχές της γένος, δηλαδή η ευρύτερη κατηγορία στην οποία 

εντάσσεται η έννοια, είναι ο όρος «κοινωνία» («κοινωνίαν τινα οὖσαν»). Ειδικότερα, 

η λέξη κοινωνία παράγεται από το ρήμα κοινωνῶ, που σημαίνει στην αρχαία 

ελληνική έχω ή κάνω κάτι μαζί με άλλον (ή με άλλους), συμμετέχω (παίρνω μέρος) 

σε κάτι μαζί με κάποιον άλλον (ἠ με κάποιους άλλους). Έχοντας υπόψη τη σημασία 

του ρήματος καταλαβαίνουμε καλύτερα και τη σημασία της λέξης κοινωνία, η οποία 

είναι μια ομάδα ανθρώπων που συνυπάρχουν, συνεργάζονται σε κάποιες ενέργειες ή 

συμμετέχουν σε κάποιες διαδικασίες έχοντας έναν κοινό σκοπό, ένα επιμέρους η 

καθεμιά συμφέρον (εξάλλου, γι’ αυτόν το σκοπό έχει συγκροτηθεί η κάθε κοινότητα: ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν). Για παράδειγμα, οι ναυτικοί (η κοινότητα των 


ναυτικών) επιδιώκουν την απόκτηση χρημάτων ή κάτι ανάλογο, όσοι πολεμούν μαζί 


επιδιώκουν την απόκτηση χρημάτων ή τη νίκη ή την κατάκτηση μιας πόλης. Επίσης, 


η «πόλις» περιλαμβάνει ατελέστερα κοινωνικά μορφώματα («πάσας περιέχουσα τὰς 


ἄλλας»), όπως η οικογένεια, η φυλετική συγγένεια και σχέση, το χωριό, μια συντεχνία 


κ.ά. Η πόλις δεν είναι απλώς μια ανταλλακτική κοινωνία που διασφαλίζει την 


επιβίωση των μελών της, αλλά εκείνη η οργανωμένη και αρθρωμένη κοινωνία που 


διασφαλίζει τις προϋποθέσεις για την πλήρη ανάπτυξη όλων των δυνατοτήτων του 


ανθρώπου. Ύψιστος σκοπός της ύπαρξής της είναι το κοινό αγαθό, η συλλογική και 


ατομική ευτυχία των μελών της. 


Η ειδοποιός διαφορά της, δηλαδή το ιδιαίτερο εκείνο γνώρισμα που τη διαφοροποιεί 


από τις όμοιές της έννοιες, είναι το αγαθό στο οποίο αποβλέπει. Ειδικότερα, το αγαθό 


στο οποίο αποβλέπει, που είναι η ευδαιμονία των πολιτών, είναι το ανώτερο από όλα 


τα αγαθά των άλλων κοινωνιών και μ’ αυτό η «πόλις» επιδιώκει το συμφέρον του 


συνόλου των πολιτών. Αναλυτικότερα, οι επιμέρους μορφές κοινωνικής συνύπαρξης 


περιέχονται στην πολιτική κοινωνία, είναι μόριά της και υποδεέστερες από αυτήν· Σε 


πρώτο στάδιο η ανθρώπινη κοινωνία παρουσιάζεται ως οἶκος ή οἰκία, όπου από 


φυσική ανάγκη συνδυάζονται αυτοί που δεν μπορούν να ζήσουν ο ένας χωρίς τον 


άλλον (όπως ο άρρεν και το θήλυ)· ο οἶκος ικανοποιεί τις καθημερινές βιοτικές 


ανάγκες του ανθρώπου. Σε δεύτερο στάδιο η ανθρώπινη κοινωνία παρουσιάζεται ως 


κώμη, που αποτελείται από περισσότερες οικογένειες και ικανοποιεί, εκτός από τις 


εφήμερες βιοτικές, και άλλες ανάγκες του ανθρώπου, υψηλότερες (πνευματικές), 


όπως για παράδειγμα την ανάγκη για λατρεία του θείου και την ανάγκη για απονομή 


δικαιοσύνης. Ο οἶκος και η κώμη είναι οι πρώτες κοινωνικές οντότητες, οι οποίες 


έφτασαν εξελικτικά σε ένα τρίτο στάδιο, το ‘’τελικό’’ (τέλος), με την ολοκλήρωση 


της μορφής τους· αυτό το τρίτο στάδιο είναι η πόλη – κράτος, ο υψηλότερος τύπος 


κοινωνίας, που ικανοποιεί ακόμα πιο υψηλές ανάγκες του ανθρώπου (τις ηθικές 


ανάγκες). Αφού οι επιμέρους κοινότητες στοχεύουν σε κάποιο αγαθό, στοχεύει και 


αυτή στο σπουδαιότερο αγαθό, στην εὐδαιμονία όλων των μελών της, στο αγαθό που 


αφορά όχι το παρόν αλλά ἅπαντα τὸν βίον. Η λέξη εὐδαιμονία (εὖ + δαίμων) σημαίνει 


αρχικά την εύνοια του θείου, επομένως είναι κάτι που δεν το πετυχαίνει ο άνθρωπος 


μόνος του, αλλά του το δίνει ο θεός (κάτι ανάλογο σημαίνει και η λέξη εὐτυχία, όπου 


πρόκειται για κάτι που το δίνει η τύχη). Πριν από τον Αριστοτέλη, ασχολήθηκαν και 


άλλοι φιλόσοφοι (ο Ηράκλειτος και ο Δημόκριτος) με το περιεχόμενο του όρου 


διατυπώνοντας την άποψη ότι η εὐδαιμονία δεν προέρχεται από το θείο, αλλά την έχει 


ο άνθρωπος μέσα του και μόνο από τις δικές του πράξεις θα την κατακτήσει ή όχι. Ο 


Αριστοτέλης με τη σειρά του ορίζει την εὐδαιμονίαν του ανθρώπου όχι ως κατάσταση 


αλλά ως ενέργεια της ψυχής με τους κανόνες της τέλειας αρετής (ἡ εὐδαιμονία ἐστὶ 


ψυχῆς ἐνέργειά τις κατ’ ἀρετὴν τελείαν Τα παραπάνω αφορούν την εὐδαιμονίαν ως 


υπέρτατο αγαθό στον ηθικό βίο του ανθρώπου. Ωστόσο, για τον Αριστοτέλη η 


εὐδαιμονία είναι και ο προορισμός της πόλεως (το υπέρτατο τέλος της) και αυτό 


σημαίνει ότι ο φιλόσοφος ταυτίζει το υπέρτατο για το άτομο με το υπέρτατο για την 


πόλη αγαθό. Οι παραγωγικοί συλλογισμοί με τους οποίους αποδεικνύεται ότι η πόλη 


είναι η τελειότερη μορφή κοινωνίας και αποβλέπει στο ανώτερο από όλα τα αγαθά 


είναι οι παρακάτω: 1ος Παραγωγικός Συλλογισμός : 1η προκείμενη: κάθε κοινωνία – μορφή κοινωνικής συνύπαρξης αποβλέπει σε ένα 


αγαθό «πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν» 


2η προκείμενη: η πόλη-κράτος είναι μια κοινωνία – μορφή κοινωνικής συνύπαρξης 


«πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν κοινωνίαν τινὰ οὖσαν» 


Συμπέρασμα: η πόλη-κράτος αποβλέπει σε ένα αγαθό «πᾶσαι μὲν ἀγαθοῦ τινος 


στοχάζονται». 


2ος Παραγωγικός Συλλογισμός : 


1η προκείμενη: κάθε κοινωνία – μορφή κοινωνικής συνύπαρξης αποβλέπει σε ένα 


αγαθό «πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν» 


2η προκείμενη: η πόλη-κράτος είναι ανώτερη μορφή κοινωνικής συνύπαρξης, γιατί 


εμπεριέχει όλες τις άλλες μορφές κοινωνίας «ἡ πασῶν κυριωτάτη καὶ πᾶσας 


περιέχουσα τὰς ἄλλας» 


Συμπέρασμα: η πόλη-κράτος αποβλέπει στο ανώτερο από όλα τα αγαθά 


«τοῦ κυριωτάτου πάντων» 


Ο σκοπός της πόλης – κράτους είναι όχι μόνο το ζῆν, αλλά το εὖ ζῆν — η ευδαιμονία, 


με υπέρτατο αγαθό την αὐτάρκεια. Η λέξη αὐτάρκεια παράγεται από το επίθετο 


αὐτάρκης (<αὐτός + ἀρκέω-ῶ), που δηλώνει αυτόν που είναι σε θέση να καλύπτει 


ικανοποιητικά τις ανάγκες του μόνος του, με δικές του δυνάμεις, χωρίς να εξαρτάται 


οικονομικά από άλλους. Στην ηθική του Αριστοτέλη η αὐτάρκεια είναι το γνώρισμα 


του αγαθού που το κάνει να είναι μοναχό του τέλειο και δίνει στον άνθρωπο το 


αίσθημα ότι δεν έχει ανάγκη από τίποτε άλλο· εδώ, στην πολιτική φιλοσοφία, η 


αὐτάρκεια της πόλεως είναιτο υπέρτατο αγαθό και ταυτίζεται με την εὐδαιμονίαν των 


πολιτών (με το εὖ ζῆν). - Α υ τ ά ρ κ η ς είναι η πόλις που μπορεί να έχει τα αναγκαία, 


μόνη της, με δικές της δυνάμεις και πόρους· η ανεξάρτητη, αυτή που δε χρειάζεται 


εξωτερική βοήθεια για να καλύψει κυρίως τις υλικές (αλλά και τις ηθικές, τις 


πνευματικές και τις κοινωνικές) ανάγκες της. Δεν υπάρχει τίποτε που να το χρειάζεται 


ο πολίτης και να μην μπορεί να του το προσφέρει αυτή η πόλη – κράτος: του 


προσφέρει και το ζῆν και το εὖ ζῆν, την ευδαιμονία. 


- Μια πόλη - κράτος έχει αυτάρκεια, αν έχει τις ακόλουθες προϋποθέσεις: αν 


διαθέτει δύναμη· αν έχει σύστημα χρηστής διοίκησης και ευνομίας· αν διαθέτει 


εύφορα εδάφη, που εξασφαλίζουν πλούσια προϊόντα· αν βρίσκεται σε καλή 


γεωγραφική θέση, που εξασφαλίζει αποτελεσματική άμυνα και εύκολη διακίνηση προϊόντων 


Επιμέλεια:Α.Βαρνακιώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.