Δευτέρα 6 Ιουνίου 2022

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΡΧΑΙΩΝ 2022

 ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 

ΔΕΥΤΕΡΑ 6 ΙΟΥΝΙΟΥ 2022

                                                                    ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Α1 α

       1 ΣΩΣΤΟ 

       2 ΛΑΘΟΣ

       3 ΛΑΘΟΣ

Α1 β 

   α  2

   β   1

   γ    2

   δ   1

Β1   Η αναφορά του Αριστοτέλη στο λόγο ως ειδοποιό διαφορά του ανθρώπου από τα άλλα πλάσματα εγγράφεται στη θεωρία του για τὰς δυνάμεις και τὰς ἐνεργείας. Ο φιλόσοφος δηλαδή βλέπει το χάρισμα του λόγου ως μια δυνατότητα για τη δημιουργία πολιτικής κοινωνίας κι όχι ως μια ιδιότητα που αναπόφευκτα οδηγεί εκεί, με άλλα λόγια είναι απαραίτητη προϋπόθεση ο λόγος για την ύπαρξη πολιτικής κοινωνίας αλλά όχι και ικανή. 

  Ο λόγος είναι πράγματι μια ανώτερη ανθρώπινη ιδιότητα: είναι ταυτόχρονα η σκέψη και η λεκτική αποτύπωσή της× η λειτουργία κατά την οποία, αφενός, ο νους συλλαμβάνει, επεξεργάζεται, συνδυάζει και συνθέτει νοήματα και, αφετέρου, τα διοχετεύει σε λέξεις, που είναι εκφράσεις λεπτότερες από τις απλές φωνές, όπως είναι λεπτότερες διαρκώς και περισσότερες οι νοητικές συλλήψεις και κατασκευές που οι λέξεις εκφράζουν.

 Αυτό μάς διδάσκει και το παράδειγμα του κειμένου: τις έννοιες του ευχάριστου και του δυσάρεστου, τις συλλαμβάνει και ένας νους που δε διαθέτει λόγο (λογική), τις εκφράζει δε και μόνη η φωνή χωρίς να είναι αναγκαίος ο λόγος (η σύνθετη έκφραση για μια σύνθετη σύλληψη). Τις έννοιες όμως του δικαίου και της αδικίας μπορεί να τις συλλάβει και να τις εκφράσει μόνο ένα ον με λόγο.

    Με προκείμενες λοιπόν ότι:

α) ο λόγος είναι φυσική μια ιδιότητα που μπορεί να οδηγήσει στην πολιτική κοινωνία   και

β) η φύση τίποτε δε δημιουργεί στην τύχη

προκύπτει το συμπέρασμα πως ο άνθρωπος είναι από τη φύση προορισμένος να ζήσει σε πολιτικά οργανωμένη κοινωνία είναι αναπόφευκτο. Έχουμε λοιπόν εδώ ένα ακόμη υπόδειγμα επιχειρηματολογίας: αλήθειας, εγκυρότητας και ορθότητας.

Ο Αριστοτέλης φέρνει ακόμα ένα επιχείρημα, για να αποδείξει ότι ο άνθρωπος είναι ζώον πολιτικόν, προχωρώντας μάλιστα στη διά­κριση του από τα άλλα ζώα που ζουν ομαδικό βίο, για να παρου­σιάσει το νέο αποδεικτικό στοιχείο, το λόγο. Παρακολουθούμε το συλλογισμό του:

α. Η φύση δεν κάνει τίποτε δίχως λόγο και δίχως αιτία. Έτσι, όταν δημι­ουργεί ένα ον, το εφοδιάζει με όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία θα του είναι απαραίτητα, όταν αυτό θα φτάσει στην τελική μορφή του.

β. Στα άλλα ζώα η φύση έδωσε τη φωνή, για να εκφράζουν το ευχάρι­στο και το δυσάρεστο, και αυτό είναι το μόνο που τους χρειάζεται να αντιλαμβάνονται και να το κάνουν φανερό το ένα στο άλλο.

γ. Στον άνθρωπο όμως η φύση προχώρησε περισσότερο. Επειδή τον προόριζε να ζήσει σε πολιτική κοινωνία, του έδωσε και το εργα­λείο με το οποίο θα μπορούσε να ζήσει σ’ αυτήν. Του έδωσε δηλα­δή το λόγο, με τον οποίο αντιλαμβάνεται (και κάνει φανερά) το ω­φέλιμο και το βλαβερό, το καλό και το κακό, το δίκαιο και το ά­δικο, χωρίς τα οποία δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική κοινωνία, γι­ατί η συμμετοχή σ’ αυτά είναι που συνιστά την πολιτική κοινωνία.

δ. Αφού λοιπόν η φύση έδωσε στον άνθρωπο το εργαλείο με το ο­ποίο μπορεί να αντιλαμβάνεται αυτά και να συμμετέχει σ’ αυτά, δηλαδή να ζει σε πολιτική κοινωνία, ο άνθρωπος εκ φύσεως είναι πολιτικό ζώο

Β2 Ο Επίκτητος στο απόσπασμά του από το έργο< Διατριβαί>  παροτρύνει τον άνθρωπο να στραφεί στον εαυτό του, να συνειδητοποιήσει πρωτίστως ότι είναι άνθρωπος. Τον καλεί λοιπόν  να σκεφτεί τη μοναδικότητα της ανθρώπινης φύσης, προσδιορίζοντας τα βασικά χαρακτηριστικά της. 

Πρώτο και βασικό χαρακτηριστικό είναι η προαίρεση,που είναι  σημαντικός όρος της αρχαίας ηθικής φιλοσοφίας , κεντρικός τόσο στον Αριστοτέλη όσο και στους Στωικούς όπως και στον  Επίκτητο. .Σημαίνει την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. 

Είναι η έλλογη ικανότητα να επιλέγουμε και να αποβλέπουμε στα αποτελέσματα των πράξεών μας. Προϋπόθεση για την προαίρεσιν είναι η διαίρεση των πραγμάτων σε αυτά που εξαρτώνται από εμάς (τά ἐφ’ὑμῖν) και σε αυτά που βρίσκονται πέρα από τις δυνάμεις μας ( τα ἀπροαίρετα, τα οὐκ ἐφ’ὑμῖν) και είναι αδιάφορα για εμάς και την επίτευξη της ευδαιμονίας.

 Στη συνέχεια καλεί τον άνθρωπο να αναλογιστεί ότι ειδοποιός διαφορά του από τα ζώα είναι ο λόγος. Η λογικότητα συνδέεται με την προαίρεσιν και διακρίνει το ανθρώπινο είδος από τα άλλα ζώα είτε άγρια (θηρία) , είτε εξημερωμένα (πρόβατα).Ο λόγος σημαίνει την ομιλία και την ικανότητα λογικής σκέψης. Ο λόγος είναι θεϊκός , μια αιώνια ενεργητική δύναμη του σύμπαντος .Ως μέρος αυτής της φύσης ο άνθρωπος μοιράζεται το λόγο και οφείλει να ζει ακολουθώντας το λόγο και τη φύση. 

 Υπάρχει μέσα μας , ο ἐν ἡμῖν λόγος δηλαδή η ικανότητά μας για λογική σκέψη και για έκφραση των σκέψεων μας. Υπακούοντας στις εντολές του ἐν ἡμῖν λόγου εναρμονιζόμαστε προς τον κοσμικό λόγο και κατ’ επέκταση τη φύση και το περιβάλλον που διέπεται από τις αρχές του. 

Η τρίτη ιδιότητα είναι η ιδιότητα του πολίτη του κόσμου. Ασφαλώς δεν υπήρχε κάποιο παγκόσμιο κράτος. Ο κόσμος εννοείται με στωική σημασία , ως ένα ενιαίο σύνολο που διέπεται από τον φυσικό νόμο και τη λογικότητα. 

Για να καταστήσει σαφή την παραπάνω ιδιότητα και το ρόλο του ανθρώπου ο Επίκτητος κάνει συγκεκριμένες γλωσσικές επιλογές. Χαρακτηριστική είναι η αντίθεση «ὑπηρετικῶν –προηγουμένων» με την οποία αναδεικνύει τη θέση του ανθρώπου μέσα στον κόσμο. 

Στη συνέχεια χρησιμοποιεί μια παρομοίωση ( «ὤσπερ ἄν , εἰ ἠ χείρ ἤ ὁ πούς…ἐπί τον ὄλον») σύμφωνα με την οποία το σώμα του ανθρώπου αποτελείται από μέρη που αν και επιτελούν πολλές διαφορετικές λειτουργίες αλληλοεξαρτώνται και συνεργάζονται. Παρόμοια και ο άνθρωπος συνειδητοποιώντας τη θέση του μέσα στον κόσμο οφείλει να ενεργεί συντονίζοντας ατομικές επιθυμίες με τον κοσμικό λόγο και να προτάσσει την ανάγκη και το συμφέρον του συνόλου

Β3 

1   δ

2   α  

3   ε

4    β

5   στ

Β4 

1    ε

2    δ

3    ζ

4     β

5     α

6     στ

Β4β  Προηγουμένως μιλήσαμε στο τηλέφωνο και λύσαμε τη διαφωνία μας

          Ο πιανίστας έχει αδούλευτα χέρια λόγω της χαλαρής φύσης του επαγγέλματός του.

Β5  Το θέμα της προαίρεσης, της ανθρώπινης βούλησης και ελευθερίας επιλογής έχει απασχολήσει διαχρονικά  με τους στοχαστές, που διακρίνονται και στο δοκιμιακό κείμενο του Ευ. Παπανούτσου και στην φιλοσοφική θεωρία του Επίκτητου στο έργο του «Διατριβαί».

 Στο παράλληλο κείμενο του Παπανούτσου εξαίρεται ο ρόλος της προαίρεσης και τονίζεται ότι αυτή συμπορεύεται με την βούληση αφού είναι αλληλένδετες «Όπου προαίρεση, εκεί και βούληση».

 Ωστόσο  αυτή είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την ανθρώπινη φύση, δε γίνεται πάντα αξιοποίησή της στην καθημερινότητα μιας και πολλές ενέργειες του ανθρώπου γίνονται ενστικτωδώς και μηχανικά. «Πρώτον ότι προαίρεση ούτε χρειάζεται ούτε γίνεται σε όλες τις περιστάσεις της ζωής, αφού κάνομε άπειρα πράγματα από το πρωί έως το βράδυ χωρίς σκέψη και ζύγισμα, από συνήθεια, μηχανικά, όπως μας έμαθε ο κοινωνικός εθισμός.»

 Σημειώνει ότι ο άνθρωπος αντιδιαστέλλεται προς τα ζώα καθώς διαθέτει την βούληση ως απότοκο της προαίρεσης˙ τα δεύτερα δρουν ενστικτωδώς βάσει των παρορμήσεων και των ορέξεών τους, «Στο ζώο υπάρχει ό ρ ε ξ η, όχι βούληση, γιατί στο ζώο δεν έχομε ηθική προαίρεση», καθώς δεν εμφορούνται από το κριτήριο της ηθικότητας «ηθική προαίρεση».

 Στο σημείο αυτό άξια αναφοράς είναι η σύνδεση της ηθικής αρετής με την προαίρεση όπως άλλωστε έχει τονίσει και ο Σταγειρίτης φιλόσοφος πως η ηθική αρετή είναι επιλογή του ατόμου και δεν θα μπορούσε να είναι αποτέλεσμα καταναγκασμού. 

Στο πρωτότυπο κείμενο ο Στωϊκός φιλόσοφος απευθύνοντας την παραίνεση στον άνθρωπο για την διερεύνηση της ταυτότητάς του με ένα κοφτό και άμεσο υπαρξιακό ερώτημα «Σκέψαι τίς εἶ» απαντά ο ίδιος αμέσως ότι η κατεξοχήν ανθρώπινη ιδιότητα είναι η προαίρεση που τον ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα όντα

.Η προαίρεσις είναι ένας σημαντικός όρος της αρχαίας ηθικής φιλοσοφίας, κεντρικός στον Αριστοτέλη (βλ. 15η Διδακτική Ενότητα) και σε Στωικούς όπως ο Επίκτητος. Εκτός από τη γενική σημασία της προτίμησης, στον Επίκτητο σημαίνει την ελεύθερη βούληση, την ελεύθερη στοχαστική επιλογή ενεργειών που συγκροτεί τον ηθικό χαρακτήρα του ανθρώπου. Είναι κυρίως μία κρίση, η έλλογη ικανότητα να επιλέγουμε και να αποβλέπουμε στα αποτελέσματα των πράξεών μας.

 Προϋπόθεση για την προαίρεσιν είναι η διαίρεσις των πραγμάτων σε αυτά που εξαρτώνται από εμάς (τα ἐφ’ ἡμῖν) και σε αυτά που βρίσκονται πέρα από τις δυνάμεις μας (τα ἀπροαίρετα, τα οὐκ ἐφ’ ἡμῖν) και είναι ἀδιάφορα για εμάς και την επίτευξη της ευδαιμονίας. Στην Στωϊκή φιλοσοφία η προαίρεση συνδέεται με την ανθρώπινη ιδιότητα που απορρέει από την έλλογη φύση του ατόμου. Ο λόγος σημαίνει την βασική ιδιότητα που διακρίνει τον άνθρωπο από τα άλλα έλλογα όντα, την ομιλία και την ικανότητα λογικής σκέψης. Η έννοια του λόγου είναι πολυσήμαντη: ομιλία, προφορική έκφραση, διήγηση, λογική ιδιότητα, σκέψη, ορισμός, επιχείρημα, αναλογία.

 Οι Στωϊκοί εκκινούν από τη θεωρία του προσωκρατικού Ηράκλειτου για τον Λόγο ως ρυθμιστική αρχή που διέπει την πραγματικότητα και συνδέει με σχέσεις αναλογίας όλα τα όντα. Ο λόγος εδώ είναι θεϊκός, μια αιώνια ενεργητική δύναμη του σύμπαντος, υλική και παραγωγική όπως ένα σπέρμα, είναι ταυτόσημη με το πῦρ και τη φύση (βλ. και το σχόλιο στο Κείμενο 1 για την εἱμαρμένη). Ως μέρος αυτής της φύσης ο άνθρωπος μοιράζεται τον λόγο· και οφείλει να ζει «ακολουθώντας τον λόγο και τη φύση».Ο λόγος υπάρχει μέσα σε κάθε ον και, συνεπώς, μέσα στον άνθρωπο. Ο έν ἡμῖν λόγος, δηλαδή η ικανότητά μας για λογική σκέψη και για έκφραση των σκέψεών μας με την ομιλία, αποτελεί τμήμα του κοσμικοῦ λόγου. Έτσι, υπακούοντας στις εντολές του έν ἡμῖν λόγου εναρμονιζόμαστε προς τον κοσμικό λόγο και κατ΄επέκταση προς την φύση, το περιβάλλον μας, που διέπεται από τις αρχές του.

 Η παρουσία του λόγου στη φύση έχει ως αποτέλεσμα τίποτα από όσα συμβαίνουν σ΄ αυτή να μην είναι τυχαίο. Τα πάντα υποστήριζαν οι Στωϊκοί, υπόκεινται σε μια νομοτελειακή τάξη, την ειμαρμένη. Αυτή ορίζει μια απαραβίαστη τάξη αιτιών και αιτιατών που όμως δεν ανατρέπει την ανθρώπινη ελευθερία. Δίνονται στον άνθρωπο από την «είμαρμένη» ορισμένες δυνατότητες, ανάμεσα στις οποίες μπορεί να επιλέξει. 

Η δυνατότητα αυτής της επιλογής οφείλεται στον λόγον που διακρίνει τον άνθρωπο από τα άλλα ζώα. Ενώ τα ζώα ενεργούν αυθόρμητα και σύμφωνα με την φύση τους, ο άνθρωπος σκέφτεται και συνειδητά πράττει. Με τον λόγο ο άνθρωπος διακρίνει το όσιο από το ανόσιο, το καλό από το κακό, το δίκαιο από το άδικο και καταξιώνεται ως ηθικό ον.

 Ο Επίκτητος διατηρεί την κλασική σύνδεση της προαιρέσεως με την ανθρώπινη λογικότητα, όπως περιγράφεται και από τον Αριστοτέλη ως ἕξις προαιρετική. Αντίστοιχη αναφορά στα ζώα κάνει και ο δοκιμιογράφος που δεν χαρακτηρίζονται από την βούληση αλλά από την όρεξη, τα κατώτερα δηλαδή ένστικτα και που η φύση δεν τα έχει προορίσει για την κατοχή της ηθικής προαίρεσης.

 «Στο ζώο υπάρχει ό ρ ε ξ η, όχι βούληση, γιατί στο ζώο δεν έχομε ηθική προαίρεση». Στο χωρίο «ἀλλὰ ταύτῃ τὰ ἄλλα ὑποτεταγμένα, αὐτὴν δ’ ἀδούλευτον καὶ ἀνυπότακτον» παρατηρεί κανείς ότι με τα επίθετα ὑποτεταγμένα, ἀδούλευτον και ἀνυπότακτον -με ισχυρή αντίθεση ανάμεσά τους-, ο φιλόσοφος συνδέει εμφαντικά την προαίρεση με την ελευθερία. Η προαίρεση έχει απόλυτη εξουσία μέσα στον άνθρωπο, έχει ηγετικό και καθοδηγητικό ρόλο στον ανθρώπινο βίο, δεν γίνεται δούλη κανενός, παραμένει ανυπότακτη όταν όλα τα άλλα υποτάσσονται σε αυτήν. 

Επίσης η επανάληψη της αναφοράς στην προαίρεση με τις αντωνυμίες ταύτῃ και αὐτὴν σε αντιδιαστολή με τη γενικότητα της αόριστης αντωνυμίας τὰ ἄλλα αναδεικνύει τον πρωταγωνιστικό ρόλο της προαίρεσης. Από μια άλλη οπτική γωνία ο φιλόσοφος τονίζει το αδούλωτο του πνεύματος του ανθρώπου, έχοντας ο ίδιος την εμπερία της δουλείας. 

 Η φιλοσοφία λοιπόν, ακόμη παρούσα έστω και με διαφορετική μορφή επεχείρησε να δώσει απαντήσεις στις ανησυχίες και στην ανασφάλεια του ατόμου με πρόσταγμα πως το «ὁμολογουμένως τῷ λόγῷ ζῆν» ισοδυναμεί με το «ὁμολογουμένως τῇ φύσει ζῆν» Καταληκτικά, εντοπίζονται ως κοινά σημεία η λογικότητα, η αξία της βούλησης, η «εὐβουλία», και η προαίρεση ως ελευθερία επιλογής στον άνθρωπο. 

Αυτά τα στοιχεία αποτελούν τις ύψιστες αξίες του αρχαίου ελληνικού πνεύματος που διαμόρφωσαν την σκέψη και των μεταγενέστερων διανοητών και λειτούργησαν ως το έρεισμα του δυτικού πολιτισμού.

Γ1  Αν δανειστούμε χρήματα, τότε θα είμαστε σε θέση, προσφέροντας μεγαλύτερο ημερομίσθιο, ν᾽ αποσπάσομε όλους τους ξένους που υπηρετούν στα καράβια τους. Η Αθήνα αγοράζει την δύναμή της από άλλους πολύ περισσότερο από ό,τι την βασίζει στα δικά της μέσα, ενώ η δική μας δύναμη κινδυνεύει πολύ λιγότερο να πάθει το ίδιο, γιατί στηρίζεται περισσότερο στους στρατιώτες μας παρά στο χρήμα.

Γ2  Οι Κορίνθιοι, οι πιο σκληροί υποστηρικτές του πολέμου εναντίον της Αθήνας, αναλύουν  στο απόσπασμα για ποιους  λόγους  κατά τη γνώμη τους, οι Πελοποννήσιοι θα νικήσουν τους Αθηναίους. Αρχικά, επικαλούνται την υπεροχή τους ως προς το πλήθος («πρῶτον μὲν πλήθει προύχοντας») καθώς και την πολεμική τους εμπειρία («ἐμπειρίᾳ πολεμικῇ»). Ένας ακόμα  λόγος που θα τους οδηγήσει στη νίκη είναι  η πειθαρχία και η ενότητά τους, αφού,όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά, εκτελούν όλοι χωρίς εξαίρεση τις διαταγές («ἔπειτα ὁμοίως πάντας ἐς τὰ παραγγελλόμενα ἰόντας»).

 Οι δύο αιτιολογικές μετοχές («προύχοντας- ἰόντας»), σε συνδυασμό με τα χρονικά επιρρήματα «πρῶτον μὲν- ἔπειτα», ιεραρχούν χαρακτηριστικά τους δύο βασικότερους λόγους για τους οποίους οι Κορίνθιοι είναι βέβαιοι για τη νίκη. Η ναυτική υπεροχή της Αθήνας δεν τους τρομάζει, αφού ισχυρίζονται ότι είναι δυνατόν σε αυτούς να εξοπλίσουν ναυτικό από την προσωπική τους περιουσία και από τα χρήματα που βρίσκονται στους Δελφούς και την Ολυμπία («ναυτικόν τε, ᾧ ἰσχύουσιν, ἀπὸ τῆς ὑπαρχούσης τε ἑκάστοις οὐσίας ἐξαρτυσόμεθα καὶ ἀπὸ τῶν ἐν Δελφοῖς καὶ Ὀλυμπίᾳ χρημάτων») και, αφού συνάψουν δάνειο («δάνεισμα γὰρ ποιησάμενοι»), θα τους είναι δυνατό να προσελκύσουν κρυφά με μεγαλύτερο μισθό τους μισθοφόρους ναύτες των Αθηναίων («ὑπολαβεῖν οἷοί τ’ ἐσμὲν μισθῷ μείζονι τοὺς ξένους αὐτῶν ναυβάτας.»).

 Επομένως , η δύναμη των Αθηναίων, κατά την άποψη πάντα των Κορινθίων, δεν στηρίζεται στην ευψυχία τους και στο πατριωτικό τους φρόνημα, αλλά στους μισθοφόρους και τα χρήματα, σε αντίθεση με εκείνη των Κορινθίων («ὠνητὴ γὰρ ἡ Ἀθηναίων δύναμις μᾶλλον ἢ οἰκεία· ἡ δὲ ἡμετέρα ἧσσον ἂν τοῦτο πάθοι, τοῖς σώμασι τὸ πλέον ἰσχύουσα ἢ τοῖς χρήμασιν.»). 

Γ3 α   ἐγὼ δὲ νῦν καὶ ἀδικούμενος τοὺς πολέμους ἐγείρω

     β        ἀμυνώμεθα - ἄμυναι

               καταθησόμεθα-κατάθου

               ἐπικρατῆσαι-ἐπικράτησον

                προύχοντας-πρόσχες

                πολλά-πλέονα

Γ4 α ἔχοντες=         Επιρρηματική αιτιολογική μετοχή, συνημμένη στο υποκείμενο «Ἡμεῖς» του ρήματος «ἐγείρομεν». Λειτουργεί συντακτικά ως επιρρηματικός προσδιορισμός της αιτίας στο ρήμα «ἐγείρομεν».

ἐπικρατῆσαι =             Ονοματικό άναρθρο τελικό απαρέμφατο που λειτουργεί ως υποκείμενο στην απρόσωπη έκφραση «εἰκός (ἐστί)». Υποκείμενο του απαρεμφάτου «ἡμᾶς» με σχέση ετεροπροσωπίας (αναγκαστική λόγω της απρόσωπης σύνταξης)

πλήθει =                        Δοτική της αναφοράς ως επιρρηματικός προσδιορισμός στον ρηματικό τύπο «προύχοντας»

μισθῷ =                            Δοτική του μέσου ως επιρρηματικός προσδιορισμός στον ρηματικό τύπο «ὑπολαβεῖν»

ναυβάτας =                 Αντικείμενο στο απαρέμφατο «ὑπολαβεῖν»

ἤ οἰκεια =                        κατηγορούμενο β΄ όρος σύγκρισης που εκφέρεται ἤ + ομοιόπτωτα με τον α΄ όρο («ὠνητή») μέσου του συγκριτικού τύπου «μᾶλλον». Επομένως, λειτουργεί ως απλό κατηγορούμενο που αναφέρεται στο υποκείμενο («ἡ δύναμις») μέσω του εννοούμενου συνδετικού ρήματος «ἐστί»


      β  Οἱ Κορίνθιοι ἔλεγον τούτους (δηλαδή όλοι οι Πελοποννήσιοι) δὲ τότε καὶ ἀδικουμένους τὸν πόλεμον ἐγείρειν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.