ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
                          
                          Α 
Π  Α  Ν  Τ  Η 
Σ  Ε  Ι  Σ
Γ1.
 Γιατί όταν ο λόγος στερηθεί και την προσωπική γοητεία του
ομιλητού και τη φωνή του και τις ρητορικές αποχρώσεις, μαζί μ᾽ αυτά και την
επικαιρότητα και την ανάγκη γρήγορα να γίνει η πράξις, και δεν υπάρχει τίποτε
που να υποστηρίζει  και να συμπείθει·
όταν απ᾽ όλ᾽ αυτά ο λόγος είναι έρημος και γυμνός,  και τον διαβάζει κάποιος χωρίς πειστικότητα και χωρίς κανένα
χρωματισμό, ακριβώς σα να κάνει απαρίθμηση -εύλογα, νομίζω, φαίνεται ασήμαντος
σε όσους τον ακούνε. Όλ᾽ αυτά βέβαια θα μπορούσαν να βλάψουν και να κάνουν  να φαίνεται χειρότερος ο λόγος  που σου παρουσιάζω τώρα. 
Γ2.α. 
          ἀναγιγνώσκῃ:                           ἀνάγνωθι
         ἀπαριθμῶν:                             ἀπαριθμοῖεν
        τοῖς ἀκούουσιν:                        ἀκούσεσθαι
               μάλιστ΄:
                                  μάλα 
           φαίνεσθαι:                               φανῆτε
Γ2.β.  
 «  τῶν    μὲν     προειρημένων        ἁπάντων         ἔρημος      γένηται»
 < τοῦ             μὲν
             προειρημένου               ἅπαντος               ἔρημοι            γένωνται.   >
Γ3.α  
τῶν μεταβολῶν: αντικείμενο
του ρήματος ἀποστερηθῇ 
τῶν προειρημένων:
επιθετική μετοχή ως ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός στο ἔρημος σε θέση
γενικής αντικειμενικής
 γυμνός: κατηγορούμενο στο
υποκείμενο του ρήματος «λόγος» μέσω του συνδετικού ρήματος γένηται
 εἰκότως: επιρρηματικός
προσδιορισμός του τρόπου στο ρήμα δοκεῖ
 τοῖς ἀκούουσιν: επιθετική μετοχή ως
δοτική προσωπική του κρίνοντος προσώπου στο ρήμα δοκεῖ
Γ3.β.
«Ἅπερ καὶ
τὸν [...] ἐπιδεικνύμενον μάλιστ’ ἂν βλάψειε καὶ φαυλότερον φαίνεσθαι ποιήσειεν»
 «Ἅπερ καὶ τὸν νῦν ἐπιδεικνύμενον
μάλιστ΄ ἂν βλάψειε»: κύρια πρόταση κρίσεως, καταφατική, επαυξημένη. Η αναφορική
αντωνυμία «ἅπερ» έχει θέση δεικτικής, εφόσον προηγείται ισχυρό σημείο στίξης
και στην ίδια περίοδο δεν υπάρχει άλλη κύρια πρόταση (παρά μόνο η επόμενη με
την οποία συνδέεται συμπλεκτικά).
 Ἅπερ: υποκείμενο του ρήματος ἂν
βλάψειε (αττική σύνταξη)
 τὸν ἐπιδεικνύμενον:
επιθετική μετοχή ως αντικείμενο του ρήματος ἂν βλάψειε. 
φαυλότερον: κατηγορούμενο
στην επιθετική μετοχή «τὸν ἐπιδεικνύμενον» μέσω του ρηματικού τύπου φαίνεσθαι
 φαίνεσθαι:
τελικό απαρέμφατο ως έμμεσο αντικείμενο του ρήματος (ἂν) ποιήσειεν
(ετεροπροσωπία).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.