Απαντήσεις στο γνωστό
Α1
Επομένως, ούτε εκ φύσεως, αλλά
ούτε και αντίθετα προς τη φύση μας υπάρχουν οι αρετές μέσα μας, που όμως έχουμε
από τη φύση την ιδιότητα να τις δεχτούμε, αλλά γινόμαστε τέλειοι με τον εθισμό.
Ακόμα, όσες
ιδιότητες έχουμε από τη φύση, πρώτα αποκτούμε τις δυνατότητες αυτών και ύστερα
προχωρούμε στις αντίστοιχες ενέργειες (πράγμα που φαίνεται στις αισθήσεις μας·
γιατί δεν αποκτήσαμε τις αισθήσεις (της όρασης και της ακοής), επειδή είδαμε
πολλές φορές ή ακούσαμε πολλές φορές, αλλά αντίθετα τις χρησιμοποιήσαμε, επειδή
τις έχουμε ήδη, και δεν τις αποκτήσαμε έχοντας κάνει και ξανακάνει χρήση τους)·
τις (ηθικές) αρετές όμως τις αποκτούμε, αφού πρώτα προβήκαμε σε ενέργειες
άσκησης , όπως ακριβώς συμβαίνει και στις άλλες τέχνες· γιατί όσα πρέπει να
κάνουμε, αφού τα μάθουμε, αυτά τα μαθαίνουμε κάνοντάς τα· για παράδειγμα,
οικοδόμοι γίνονται με το να χτίζουν σπίτια και κιθαριστές με το να παίζουν
κιθάρα· με τον ίδιο τρόπο λοιπόν γινόμαστε και δίκαιοι κάνοντας δίκαιες
πράξεις, σώφρονες κάνοντας σώφρονες πράξεις, ανδρείοι κάνοντας ανδρείες
πράξεις.
Β1
Κυρίαρχη έννοια
στο δεύτερο βιβλίο των Ηθικών
Νικομαχείων είναι η αρετή.
Στην αρχαία ελληνική σήμαινε την ικανότητα, την υπεροχή, την ανωτερότητα, την
τελειότητα των ανδρών, την ευγενική καταγωγή, προτέρημα, αξιότητα, πλεονέκτημα,
ευψυχία, ανδρεία, δύναμη, πνευματικά και ψυχικά χαρίσματα, ψυχικό μεγαλείο,
αγνότητα ψυχής, τα χαρίσματα εν γένει του ανθρώπου, ιδιότητα. Έτσι, μιλάμε για
την αρετή του πολεμιστή, του ρήτορα, του αλόγου, του ματιού (όλα αυτά θα
αναφερθούν από τον Αριστοτέλη σε επόμενες ενότητες). Δεν είχε, επομένως, καθαρά
ηθικό περιεχόμενο, όπως σήμερα, γι’ αυτό και στο κείμενο προσδιορίζεται από τα
επίθετα διανοητική και ηθική.
Η πορεία της
σκέψης του Αριστοτέλη στο συγκεκριμένο απόσπασμα έχει ως αφετηρία προηγούμενη
θέση του σχετικά με τα είδη της αρετής. Η πληροφορία ότι η αρετή διαιρείται σε
διανοητική και ηθική υποτάσσεται στην κύρια ιδέα του αποσπάσματος που
αναφέρεται στον γενετικό ορισμό* της ηθικής αρετής. Άλλωστε η λογική υπόταξη
προκύπτει και από τη συντακτική υπόταξη, καθώς η μετοχή «Διττῆς δὴ τῆς ἀρετῆς οὔσης»
είναι αιτιολογική και γενική απόλυτη.
Ο Αριστοτέλης
προκρίνει την απόδοση των γενετικών γνωρισμάτων προκειμένου να ορίσει τα δύο
είδη της αρετής. Έτσι ορίζει τα δύο είδη της αρετής με βάση τον τρόπο, με τον
οποίο παράγονται και αναπτύσσονται.
Αρετές
είδη
|
Διανοητικές
επιστήμη, νους, σοφία, τέχνη και φρόνηση |
Ηθικές
ανδρεία, σωφροσύνη, δικαιοσύνη κ.ά. |
Μέρος της ψυχής στο οποίο αντιστοιχούν
|
Το «λόγον ἔχον»
|
«ἐπιθυμητικόν»
Το μετέχον και στο «λόγον ἔχον» και στο «ἄλογον» μέρος της ψυχής |
Το χαρακτηριστικό τους γνώρισμα
|
μεταδόσιμες
Έχουν γένεσιν και αύξησιν |
επίκτητες
Προϋποθέτουν τη φυσική προδιάθεση του ανθρώπου να τις δεχτεί |
Τρόπος απόκτησης
|
διδασκαλία
(Εμπειρία και χρόνος) Κυρίαρχος ο ρόλος του δασκάλου |
ἔθος / το ἐθίζειν
Κυρίαρχος ο ρόλος του μαθητή |
α. Οι διανοητικές
αρετές
«ἡ μὲν
διανοητικὴ τὸ πλεῖον ἐκ διδασκαλίας ἔχει καὶ τὴν
γένεσιν καὶ τὴν αὔξησιν, διόπερ ἐμπειρίας
δεῖται καὶ χρόνου»
Οι διανοητικές αρετές (π.χ. σοφία,
φρόνηση, σύνεση) σχετίζονται με τη λογική και ανήκουν, σύμφωνα με τον χωρισμό
του Αριστοτέλη, στο καθαρά λογικό μέρος της ψυχής, το «λόγον ἔχον»
μέρος. Η διανοητική αρετή συνδέεται με το νου που είναι ένα από τα τρία κύρια
στοιχεία της ψυχής. Τα άλλα δύο είναι η αίσθηση και η όρεξη.
Παράγοντες που συμβάλλουν στη γένεση
και την ανάπτυξή τους είναι κατά κύριο λόγο η διδασκαλία,
η οποία απαιτεί εμπειρία και χρόνο.
Η φράση «τὸ πλεῖον» (= κατά κύριο λόγο) υποδηλώνει την ύπαρξη κι άλλων παραγόντων
που δεν αναφέρονται στο κείμενο. Την κύρια, λοιπόν, ευθύνη για τη μετάδοσή τους την
έχει ο δάσκαλος. Η διανοητική αρετή δεν ολοκληρώνεται ποτέ, είναι μια
πορεία συνεχούς κατάκτησης της γνώσης, γι’ αυτό και ο Αριστοτέλης επιλέγει τη
λέξη «αύξηση» που δηλώνει διαρκή καλλιέργεια της διάνοιας.
Η τόσο σύντομη αναφορά στις
διανοητικές αρετές οφείλεται στο ότι ο Αριστοτέλης θέλει απλώς να διακρίνει τα
δύο είδη αρετής και να τονίσει τις διαφορές τους. Θα αναφερθεί διεξοδικά σ’
αυτές στο έκτο βιβλίο.
β. Οι ηθικές αρετές
1. «ἡ δ’ ἠθικὴ ἐξ ἔθους
περιγίνεται»
Ως γενικός όρος η
«ηθική αρετή» αποδίδει την τάση ελέγχου ορισμένων συναισθημάτων και ορθής
δράσης. Με τον πληθυντικό αριθμό εννοούμε τον κατάλογο αρετών που αναφέρονται
σε συγκεκριμένα συναισθήματα (φόβου, ηδονής, οργής), στις επιδιώξεις του
πλούτου και της κοινωνικής αναγνώρισης. Ο Αριστοτέλης διεύρυνε το πλάτος της
έννοιας της ηθικής αρετής σε σχέση με τον Πλάτωνα, ο οποίος δεχόταν τέσσερις
κύριες ηθικές αρετές, τη σοφία, την ανδρεία, τη σωφροσύνη και τη δικαιοσύνη.
Οι ηθικές αρετές
(π.χ. η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη, η ανδρεία) ανήκουν, σύμφωνα με τον χωρισμό του
Αριστοτέλη, στο «ἐπιθυμητικόν», στο μέρος δηλαδή της ψυχής που μετέχει και στο
«λόγον ἔχον» και στο «ἄλογον» μέρος. Η κατάκτησή τους
οφείλεται στον εθισμό («ἔθος»), δηλαδή στη συνήθεια που διαμορφώνεται με την επανάληψη μιας
ενέργειας. Ότι το «ἦθος» (= ο χαρακτήρας) δεν είναι απλώς συναρτημένο προς το ἔθος (=
τον εθισμό, τη συνήθεια, την άσκηση σε έναν συγκεκριμένο τρόπο συμπεριφοράς),
αλλά ότι εξαρτάται σε απόλυτο βαθμό από αυτό, ήταν μια βαθύτατη πίστη του
Αριστοτέλη. Προς το τέλος των Ηθικών
Νικομαχείωνμιλώντας για το πόσο δύσκολο είναι να εγκαθιδρυθεί ἦθος εὐγενὲς και ὡς ἀληθὲς
φιλόκαλον στις
ψυχές των νέων, τονίζει τη σημασία που έχει να «καλλιεργηθεί» τοῖς ἔθεσι,
άρα με σύστημα και υπομονή η ψυχή του νέου, όπως καλλιεργείται η γη, «που θα
θρέψει τον σπόρο».
Από τα παραπάνω
προκύπτει ότι την ευθύνη για την κατάκτηση των ηθικών αρετών την έχει ο ίδιος ο
άνθρωπος. Εξαρτάται μάλιστα σε απόλυτο βαθμό από αυτόν αν θα φτάσει στον στόχο
του, αν θα αποκτήσει ήθος «εὐγενὲς καὶ
φιλόκαλον». Και για να το κατορθώσει, πρέπει να καταβάλει επίπονη προσπάθεια
και αγώνα, να εθίσει την ψυχή του σε πράξεις ενάρετες, να την καλλιεργήσει «διὰ τοῦ ἔθους».
Τέτοιες απόψεις υποστήριζε και ο Πλάτωνας (Νόμοι 792). Σοφός λοιπόν γίνεται κανείς κατά
κύριο λόγο με τη βοήθεια του δασκάλου, ενώ αγαθός γίνεται με τη θέληση και την
επιμονή του στην άσκηση της αρετής. Βέβαια, για να φτάσει στον στόχο του,
πρέπει να καταβάλει επίπονη προσπάθεια και αγώνα.
2. «ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔσχηκε
μικρὸν παρεκκλῖνον ἀπὸ τοῦ ἔθους.»
Συχνά οι αρχαίοι
Έλληνες επιχειρούσαν να ετυμολογήσουν τις λέξεις τους, να βρουν δηλαδή την
αρχική τους σημασία, επειδή πίστευαν ότι οι λεκτικές σχέσεις αποδίδουν
πραγματικές σχέσεις των σημαινομένων, αντίληψη αποδεκτή και από τη σύγχρονη
Γλωσσολογία. Το ίδιο έγινε πολλές φορές και με τον Αριστοτέλη, που έχοντας
πάθος με την ανακάλυψη των πραγματικών σημασιών των λέξεων και πιστεύοντας ότι
είναι σε θέση να τις ανακαλύψει, επιχειρούσε μέσα από την ετυμολογική συγγένεια
δύο εννοιών να βρει τη σημασιολογική τους συγγένεια. Ο Αριστοτέλης πίστευε στην
ταυτότητα «λέγεσθαι = εἷναι». Αυτό θα πει ότι ο Αριστοτέλης έδινε οντολογικό περιεχόμενο
στις λέξεις, πίστευε δηλαδή πως ένα πράγμα «υπάρχει» ή «είναι έτσι», αφού η
γλώσσα το εμφανίζει ως «υπάρχον» ή ως «τέτοιας λογής». Με απλά λόγια τα
πράγματα είναι ακριβώς έτσι όπως τα δηλώνουν οι λέξεις.
Ο Αριστοτέλης
αρχίζει τη διερεύνηση της έννοιας «ηθική» συνδέοντάς την ετυμολογικά με τη λέξη
«ἔθος». Ο ετυμολογικός συσχετισμός των λέξεων «ἦθος»
και «ἔθος» είναι σωστός, καθώς το «ἦθος»
είναι ο εκτεταμένος τύπος του όρου «ἔθος» .
Οι δύο όροι συμπίπτουν και σημασιολογικά και μάλιστα με σχέση αιτίου -
αποτελέσματος, γιατί το «ἔθος» (= συνήθεια, έθιμο) ως αίτιο οδηγεί στο «ἦθος» (=
ο χαρακτήρας) που προκύπτει ως αποτέλεσμα. Ο χαρακτήρας του ανθρώπου και τα
ποιοτικά γνωρίσματά του διαμορφώνονται με τη συνειδητή επανάληψη των ίδιων
ενεργειών, με αποτέλεσμα να γίνονται αναπόσπαστο στοιχείο της προσωπικότητάς
του. Άλλωστε στην αρχαία ελληνική γλώσσα είχε γίνει ήδη η διάκριση των εννοιών
«ἔθος» και «ἦθος». Κατά λογική συνέπεια και ο φιλοσοφικός όρος «ἠθικὴ»
παραπέμπει στη μελέτη των ηθών, των αντιλήψεων, των ατομικών και συλλογικών
μορφών συμπεριφοράς και των ατομικών και κοινωνικών στάσεων
Ο Αριστοτέλης
αξιοποιώντας τον ετυμολογικό ορισμό της λέξης «ηθική», συνεχίζει με τη
διερεύνηση των στοιχείων που θα του επιτρέψουν να συνθέσει τον γενετικό /
πραγματικό ορισμό της έννοιας. Η διερεύνησή του έχει εμπειρικό χαρακτήρα και με
αναφορά συγκεκριμένων παραδειγμάτων συνάγει τον επίκτητο χαρακτήρα της ηθικής
αρετής. Επίσης περνάει από την καταφατική διατύπωση «ἡ δ’ ἠθικὴ ἐξ ἔθους
περιγίνεται» σε μια σειρά εννέα αποφατικών διατυπώσεων, για να αποκλείσει κάθε
διαφορετική περίπτωση από την αποδεικτέα. Με τον τρόπο αυτό ο λόγος του γίνεται
επιστημονικότερος, γιατί θα αποδείξει με ακρίβεια και πειστικότητα ότι η ηθική
αρετή είναι επίκτητη, αφού πρώτα αποκλείσει τι δεν είναι (Ἐξ οὗ καὶ δῆλον ὅτι οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει
ἡμῖν ἐγγίνεται∙ οὐθὲν γὰρ τῶν φύσει
ὄντων ἄλλως ἐθίζεται, οἷον ὁ λίθος φύσει κάτω φερόμενος οὐκ ἂν ἐθισθείη
ἄνω φέρεσθαι, οὐδ’ ἂν μυριάκις αὐτὸν ἐθίζῃ τις ἄνω ῥιπτῶν, οὐδὲ τὸ πῦρ κάτω, οὐδ’ ἄλλο οὐδὲν τῶν ἄλλως
πεφυκότων ἄλλως ἂν ἐθισθείη. Οὔτ’ ἄρα φύσει οὔτε παρὰ φύσιν ἐγγίνονται
αἱ ἀρεταί).
Ο Αριστοτέλης συνάγει
αποφατικό συμπέρασμα από την προηγούμενη ετυμολογική προσέγγιση του όρου
«ηθική» και εισάγει τον όρο «φύσει» τον οποίο αποκλείει από γενετικό γνώρισμα
της ηθικής αρετής. Η συλλογιστική πορεία που ακολούθησε ο Αριστοτέλης είναι η
εξής:
·
Η λέξη «ἠθικὴ» συνδέεται ετυμολογικά και σημασιολογικά με τη λέξη «ἔθος».
·
«Ἔθος»
είναι ο εθισμός, η συνήθεια που προέρχεται από την επανάληψη.
·
Αφού, λοιπόν, η «ἠθικὴ»
συνδέεται σημασιολογικά με το «ἔθος», αυτό σημαίνει ότι η
ηθική, δηλαδή οι ηθικές αρετές, σχετίζονται με τον εθισμό, τη συνήθεια που
προέρχεται από την επανάληψη μιας ηθικής ενέργειας.
·
Ό,τι, όμως, σχετίζεται με τον εθισμό, τη συνήθεια και την
επανάληψη είναι επίκτητο χαρακτηριστικό.
·
Άρα, οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως (αποδεικτέα
θέση: «οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται»).
Η θέση του
Αριστοτέλη ότι η αρετή δεν είναι έμφυτη, αλλά είναι αποτέλεσμα συνήθειας,
έρχεται σε αντίθεση με την παλιά αριστοκρατική αντίληψη. Σύμφωνα μ’ αυτή, η
αρετή είναι δώρο της φύσης ή των θεών, το οποίο τελεσίδικα δίνεται ή δεν
δίνεται στον άνθρωπο τη στιγμή της γέννησής του και είναι προνόμιο των ευγενών
(«τῶν ἀρίστων»). Φυσικά, κληροδοτείται και στους απογόνους τους, αλλά δεν
δίνεται στους πολλούς.
Την άποψη αυτή τη
συναντάμε σε πολλούς ποιητές (στον Όμηρο, τον Τυρταίο, τον Θέογνη, τον
Πίνδαρο). Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια της Αντιγόνης προς την Ισμήνη στο έργο Αντιγόνη του Σοφοκλή: «δείξεις τάχα εἴτε εὐγενὴς πέφυκας, εἴτ’ ἐσθλῶν
κακή». Επίσης, ο Ξενοφώντας στο έργο του Ἀγησίλαος αποδίδει την αρετή του Αγησιλάου στην
ευγενική του καταγωγή.
«Γενικό συμπέρασμα
«Οὔτ’ ἄρα φύσει οὔτε παρὰ φύσιν ἐγγίνονται
αἱ ἀρεταί, ἀλλὰ
πεφυκόσι μὲν ἡμῖν δέξασθαι αὐτάς,
τελειουμένοις δὲ διὰ τοῦ ἔθους.»
Το
κείμενο ολοκληρώνεται με γενικό συμπέρασμα που μοιάζει, αλλά δεν είναι,
αντιφατικό, ότι οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως, αλλά ούτε και
αντίθετα προς αυτή. Ο Αριστοτέλης εννοεί ότι οι ηθικές αρετές δεν είναι
έμφυτες, ούτε όμως και αντίθετες με τη φύση, αλλά ο άνθρωπος έχει «δυνάμει»,
από τη φύση του (πεφυκόσι), την προδιάθεση να δεχτεί την αρετή, ωστόσο γίνεται
τέλειος (τελειουμένοις) με τον εθισμό του σε αυτή.
Κατά τον
φιλόσοφο, η άσκηση της αρετής είναι δυνατότητα (πεφυκόσι) και όχι
χαρακτηριστικό, δοσμένη στον άνθρωπο από τη φύση. Επομένως, ο ίδιος είναι ο
μόνος υπεύθυνος για το αν θα φτάσει στην αρετή βελτιώνοντας αδιάλειπτα τη
συμπεριφορά του, διαμορφώνοντας τον χαρακτήρα του, το ήθος του. Η δυνατότητα
που του δίνει η φύση μπορεί να γίνει πραγματικότητα, μόνο αν ο άνθρωπος το
επιλέξει και το επιδιώξει με προσωπικό αγώνα και άσκηση. Έτσι ο Αριστοτέλης
θεωρεί ότι η κατάκτηση της ηθικής αρετής από τον άνθρωπο εξαρτάται από την
προαίρεση, την προσωπική επιλογή του. Ακόμη, με τη λέξη «τελειουμένοις» ο Αριστοτέλης
μας παραπέμπει σ’ έναν χαρακτηριστικό όρο της φιλοσοφίας του, το «τέλος», που
σημαίνει την ολοκλήρωση, την επίτευξη του ύψιστου σκοπού. Θεωρεί, δηλαδή, τις
ηθικές αρετές το μέσο, με το οποίο ο άνθρωπος θα φτάσει στην ολοκλήρωσή του,
στο ξεπέρασμα της ζωώδους φύσης του και στην κατάκτηση της ευδαιμονίας.
Επιπλέον, η παρατακτική, αντιθετική σύνδεση των μετοχών «πεφυκόσι μὲν ἡμῖν
δέξασθαι αὐτάς, τελειουμένοις
δὲ διὰ τοῦ ἔθους»
προετοιμάζει την αναφορά στο χαρακτηριστικό ζεύγος των αριστοτελικών εννοιών
«δυνάμει και ἐνεργείᾳ» οι οποίες αναφέρονται στην επόμενη ενότητα (2η ενότητα). Ο άνθρωπος έχει τη φυσική
προδιάθεση να δεχθεί τις ηθικές αρετές (πεφυκόσι μὲν ἡμῖν
δέξασθαι αὐτάς = δυνάμει κατάσταση), αλλά η τελειοποίησή του σε αυτές θα
γίνει με τον εθισμό (τελειουμένοις δὲ διὰ τοῦ ἔθους = ἐνεργείᾳ
κατάσταση) και εφόσον βέβαια το έχει επιλέξει.
Β2. Ο Αριστοτέλης συνεχίζει με τις αρετές
αντιθετικά προς τα φυσικά γνωρίσματα. Οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εν
σπέρματι, αλλά τις αποκτούμε με τις πράξεις μας. Ο Αριστοτέλης εννοεί προφανώς
ότι με τις αρετές συνδέονται δύο είδη πράξεων: α) οι πράξεις άσκησης με σκοπό
την απόκτηση των αρετών, και αυτό αντιστοιχεί στη δυνάμει κατάσταση και β) οι
πράξεις της αρετής, αφού έχει γίνει έξη, μόνιμο γνώρισμα του χαρακτήρα και αυτό
αντιστοιχεί στην ενεργείᾳ κατάσταση. Συνεπώς, στην ηθική αρετή και η δύναμις εκδηλώνεται ως
ενέργεια, ως πράξη προς απόκτησή της, ενώ η ενέργεια ως πράξη εφαρμογής της
κατακτημένης ήδη ιδιότητας. Οι ηθικές αρετές είναι αποτέλεσμα έμπρακτης
ενεργοποίησης του ανθρώπου και κατακτώνται με την άσκησή του σε αυτές. Για να
διευκρινίσει περισσότερο ο Αριστοτέλης ότι η κατάκτηση των ηθικών αρετών είναι
αποτέλεσμα προηγούμενης άσκησης και πράξης, αναφέρεται στις τέχνες, για να
δείξει ότι ο άνθρωπος αποκτά τεχνικές / πρακτικές δεξιότητες, αφού προηγουμένως
έχει εξασκηθεί σε αυτές. Τέλος, ενισχύει τη θέση του με παραδείγματα για τις
τεχνικές δεξιότητες και τις ηθικές αρετές, από τα οποία φαίνεται ότι ούτε οι
τεχνικές δεξιότητες ούτε οι ηθικές αρετές είναι έμφυτες, αλλά προϊόντα
εξάσκησης και προγύμνασης σε αυτές.
α. Όσα έχουμε μέσα μας εκ φύσεως («ὅσα μὲν φύσει
ἡμῖν παραγίνεται»): Ο Αριστοτέλης ξεκινάει
το συλλογισμό του διερευνώντας πρώτα τι συμβαίνει σε όσα χαρακτηριστικά έχουμε
μέσα μας εκ φύσεως. Αυτά έχουν εκ
των προτέρων μέσα τους τη δυνατότητα να πραγματωθούν, αλλά η πραγμάτωσή τους έρχεται ύστερα χωρίς να χρειάζεται ο εθισμός, η
επανάληψη μιας ενέργειας. Για να αποδείξει τα λεγόμενά του ο φιλόσοφος,
χρησιμοποιεί το παράδειγμα των
αισθήσεων: την όραση και την ακοή δεν τις αναπτύξαμε μέσα από την εξάσκηση,
αντιθέτως υπάρχουν ήδη αναπτυγμένες μέσα μας και περνάμε αμέσως στη
χρησιμοποίησή τους.
β. Οι ηθικές αρετές («τὰς δ’ ἀρετὰς
λαμβάνομεν ἐνεργήσαντες πρότερον»): Αντίθετα, στις ηθικές
αρετές προηγείται η ενέργεια,
δηλαδή η εξάσκηση, η επανάληψη μιας ενέργειας, και ακολουθεί η κατάκτηση της
ηθικής αρετής. Αλλά για να γίνει η αρετή από προδιάθεση αποκτημένη
ιδιότητα, είναι ανάγκη ο άνθρωπος να ασκηθεί σε αυτή. Ο Αριστοτέλης για τον
τρόπο άσκησης αναφέρει «γιατί όσα πρέπει να κάνουμε αφού τα μάθουμε, τα
μαθαίνουμε κάνοντάς τα («ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες
μανθάνομεν»). Δύο παραδείγματα από την καθημερινή ζωή, που αφορούν τις πρακτικές τέχνες αποδεικνύουν την αλήθεια της θέσης
αυτής: για να αποκτήσει δηλαδή κανείς την ικανότητα του οικοδόμου ή του
κιθαριστή πρέπει πρώτα να εξασκηθεί στο χτίσιμο ή στο παίξιμο της κιθάρας
αντίστοιχα. Αναλογικά με τα δύο αυτά παραδείγματα αναφέρονται τρία παραδείγματα
από τον χώρο της ηθικής, από τα οποία φαίνεται ότι οι δίκαιοι, οι σώφρονες και
οι ανδρείοι αποκτούν τις συγκεκριμένες ιδιότητες έχοντας ασκηθεί σε αντίστοιχες
δίκαιες, συνετές και ανδρείες πράξεις. Αυτό, λοιπόν, που συμβαίνει στις
πρακτικές τέχνες, συμβαίνει και στις ηθικές αρετές (αναλογία με τρία παραδείγματα ηθικών αρετών: της
δικαιοσύνης, της σωφροσύνης και της ανδρείας): με την επανάληψη και τον εθισμό σε
ηθικές πράξεις αποκτούμε τις ηθικές αρετές.
Συνοπτική
νοηματική απόδοση του συλλογισμού
|
1η προκείμενη: σε όσα υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως
προηγείται η ύπαρξη και η δυνατότητα μιας ενέργειας και ακολουθεί η ενέργεια,
η πραγμάτωση της δυνατότητας (δύναμις → ἐνέργεια)
2η προκείμενη: στις ηθικές αρετές προηγείται η ενέργεια,
ο εθισμός και η επανάληψη μιας πράξης και ακολουθεί η κατάκτησή τους Πράξεις
που προσδίδουν αρετή → πράξεις που απορρέουν
από την αγαθή φύση.
Συμπέρασμα: οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ
φύσεως, αφού δεν ακολουθούν την πορεία όσων υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως.
|
Η
χρήση των χρονικών επιρρημάτων «πρότερον - ὕστερον» και
«πολλάκις»
Προκειμένου ο
Αριστοτέλης να αποδώσει τη χρονική προτεραιότητα των δυνάμεων έναντι των
ενεργειών (δύναμις → ἐνέργεια) σε όσα χαρακτηριστικά υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως, συνδέει τις
δυνάμεις με το «πρότερον» και με απαρέμφατα ή μετοχές αορίστου που δηλώνουν το
προτερόχρονο («ἰδεῖν», «ἀκοῦσαι», «χρησάμενοι»). Αντίθετα, για να αποδώσει την αντίθετη πορεία
που ακολουθείται στις ηθικές αρετές (ἐνέργεια
→ δύναμις),
συνδέει τη μετοχή «ἐνεργήσαντες» με το «πρότερον», για να δηλώσει το προτερόχρονο, ή
τις μετοχές ενεστώτα «ποιοῦντες» και «πράττοντες», για να
δηλώσει το σύγχρονο. Έτσι, αν προσπαθήσουμε να συσχετίσουμε τα παραπάνω με τα
παραδείγματα που δίνονται στο κείμενο (αισθήσεις – τέχνες – αρετές) και με τα
δύο ζεύγη των αριστοτελικών όρων «πρότερον - ὕστερον»
και «δυνάμει - ἐνεργείᾳ», προκύπτει το εξής διάγραμμα:
φύσει (αισθήσεις)
πρότερον δυνάμει → ὕστερον ἐνεργείᾳ
ἐξ ἔθους (τέχνες)
πρότερον ενέργειες προς κατάκτηση της τεχνικής
δύναμης → ὕστερον ενέργειες από την κατακτημένη τεχνική
δεξιότητα
ἐξ ἔθους (αρετές)
πρότερον ενέργειες προς κατάκτηση της ηθικής
δύναμης → ὕστερον ενέργειες από την κατακτημένη ηθική
ιδιότητα
|
Χαρακτηριστική
είναι η χρήση του επιρρήματος «πολλάκις».
Παρόλο που αναφέρεται σε όσα χαρακτηριστικά έχουμε εκ φύσεως, η χρήση του
υποδηλώνει ότι για την κατάκτηση των ηθικών αρετών είναι απαραίτητη η άσκηση
και η επανάληψη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.